Γ.ΚΑΡΤΑΛΗ 71-ΡΟΖΟΥ ΒΟΛΟΣ ΤΗΛΕΦΩΝΟ 2421032961

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Ερωτησεις Κ.Ε.Ε. Πρωταγορας,Ενότητες 4-5

ΕΝΟΤ. 4η
  • ΑΣΚΗΣΗ 1
Εκφώνηση

α) Ποια είναι η συνεισφορά του Δία στον πολιτισμό, σύμφωνα με τον μύθο του Πρωταγόρα;
β) Σε τι διαφέρει η προσφορά του Δία από το δώρο της φωτιάς του Προμηθέα;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 74)
Απάντηση

α) Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Δίκη (ή Νέμεσις) ήταν η κόρη του Δία και της Θέμιδας, ενώ η Αἰδὼς ήταν σύντροφος της Δίκης και καθόταν σε θρόνο δίπλα στον Δία. Η Δίκη, που τη βοηθούσαν οι Ερινύες, επέβλεπε την τήρηση της ηθικής τάξης στον κόσμο και τιμωρούσε όσους επιχειρούσαν να την ανατρέψουν. Στο κείμενο δεν παρουσιάζονται όμως ως θεότητες, αλλά ως ηθικές ιδιότητες ή αξίες, που μοιράζονται και διδάσκονται στους ανθρώπους.
Ο Δίας, για να διασφαλίσει την προοπτική επιβίωσης των ανθρώπων που διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο αφανισμού, αποφασίζει να τους προσφέρει την αἰδῶ καί την δίκην. Έτσι, θα είναι δυνατή η συγκρότηση κοινωνιών και η περαιτέρω ανάπτυξη του πολιτισμού. Η ενέργεια αυτή του Δία δείχνει το ενδιαφέρον και τη φροντίδα του για τους ανθρώπους.
Αἰδώς: είναι ο σεβασμός, το αίσθημα ντροπής του κοινωνικού ανθρώπου για κάθε πράξη που προσκρούει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η δράση της είναι ανασταλτική και αποτρεπτική και συμπίπτει με τη λειτουργία της ηθικής συνείδησης. Το συναίσθημα αυτό λειτουργεί και ως κίνητρο για την εκτέλεση του χρέους και του καθήκοντος που επιβάλλει η κοινωνία στα μέλη της, αφού με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η αγανάκτηση και η αποδοκιμασία των άλλων.
Δίκη: είναι το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η ενύπαρκτη στον άνθρωπο αντίληψη για το δίκαιο και το άδικο, ο σεβασμός των γραπτών και άγραφων νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων, καθώς και οι ενέργειες για την αποκατάσταση αυτών των δικαιωμάτων, όταν καταστρατηγούνται βάναυσα από κάποιον. Η δίκη εκδηλώνεται με τη δημιουργία και την τήρηση κανόνων δικαίου, την κατοχύρωση του δικαίου, του ορθού και του νόμιμου. Έτσι περιστέλλεται ο ατομικισμός και ο εγωισμός και εξασφαλίζεται η αρμονική κοινωνική συμβίωση.
Κάθε πολιτισμικά προηγμένη κοινωνία θεμελιώνεται στις αξίες της αιδούς και της δίκης. Οι αξίες αυτές είναι καθολικές και συνιστούν παράγωγα της εξέλιξης τόσο της ηθικής συνείδησης, όσο και του πολιτισμού που την εκφράζει και την κατευθύνει.

β) Στην εξέλιξη του μύθου, όπως ήδη είδαμε, κάθε στάδιο της ανθρώπινης παρουσίας και εξέλιξης στον κόσμο συμβολίζεται με κάποιον θεό και την προσφορά του στον άνθρωπο. Το στάδιο της βιολογικής συγκρότησης του ανθρώπου συμβολίζεται με τον Επιμηθέα, το επόμενο, της δημιουργίας τεχνικού πολιτισμού, με τον Προμηθέα και τα δώρα του και το τελευταίο, του σχηματισμού της πολιτικής κοινωνίας, με τον Δία και τη δική του προσφορά στον άνθρωπο. Αξιολογώντας και συγκρίνοντας τα δώρα του Προμηθέα και του Δία, αρχικά μπορούμε να πούμε ότι συνδέονται με διαφορετικές φάσεις εξέλιξης και ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες του ανθρώπου.
Ειδικότερα, τα «δώρα του Προμηθέα», (ἔντεχνος σοφία καὶ πῦρ), προϊόν κλοπής από την Αθηνά και τον Ήφαιστο, βοήθησαν τον άνθρωπο να προφυλαχθεί από τη φύση και παράλληλα έθεσαν τα θεμέλια του υλικού και τεχνικού πολιτισμού. Εκφράζουν την ανάγκη του ανθρώπου να αντισταθμίσει τη φυσική του αδυναμία με δικά του δημιουργήματα και να επιβιώσει απέναντι στην άλογη δύναμη της φύσης. Όμως με αυτά ο άνθρωπος, παρά τα σπουδαία βήματα που έκανε, δεν μπόρεσε να επιβληθεί στη φύση και να υπερασπίσει αποτελεσματικά την ύπαρξή του, δηλαδή δεν μπόρεσε ούτε να αντιμετωπίσει τα θηρία ούτε να οργανώσει κοινωνίες.
Αντίθετα, τα δώρα του Δία, που ήταν προσφορά του ίδιου, έσωσαν τον άνθρωπο από τον αφανισμό, αλλά κυρίως τον βοήθησαν να αποκτήσει την πολιτική αρετή, να δημιουργήσει κοινωνίες και να αναπτύξει υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Δίας δεν δώρισε στον άνθρωπο την πολιτική τέχνη, αν και την κατείχε, αλλά την αιδώ και τη δίκη, με τις οποίες ο άνθρωπος είναι σε θέση να κατακτήσει την πολιτική τέχνη. Τα «δώρα του Δία» εκφράζουν ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης του πολιτισμού, κατά το οποίο ο άνθρωπος ωριμάζει ηθικοπνευματικά και παράγει πολιτισμό που προσανατολίζεται όχι απλώς από την ανάγκη του ζῆν, αλλά από τη συνειδητοποίηση της αξίας του εὖ ζῆν.

  • ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση

Πώς βλέπετε να ορίζεται η πολιτική αρετή μέσα στο απόσπασμα;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 74)
Απάντηση

Την πολιτική αρετή με βάση τον τρόπο, με τον οποίο χρησιμοποιείται στο απόσπασμα, θα την χαρακτηρίζαμε περιεκτική έννοια, επειδή ο Πρωταγόρας τη συνδέει με τις έννοιες της αιδούς, της δίκης και της σωφροσύνης που συνιστούν συστατικά της. Χρειάζεται βέβαια να διευκρινισθεί ότι οι αξίες αυτές δόθηκαν ως πρότυπα που έπρεπε να κατακτηθούν από τους ανθρώπους με τη λογική και τον προσωπικό αγώνα. Άλλωστε ο Δίας, αν και κατείχε την πολιτική αρετή, δεν την δώρισε στον άνθρωπο. Αντίθετα, δώρισε την αἰδώ και τη δίκη, μέρη της πολιτικής αρετής, για να κατακτήσει την πολιτική αρετή μόνος του ο άνθρωπος με τον προσωπικό αγώνα του. Η πολιτεία που θεμελιώνεται σε αυτές είναι δημοκρατική, γιατί ο αμοιβαίος σεβασμός και το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών εμπεδώνουν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους και με την πολιτεία και εξασφαλίζουν ισορροπία στις σχέσεις τους.
Η πολιτική αρετή ως ολοκλήρωση των επιμέρους αρετών ήταν προϋπόθεση της πολιτικής πράξης και απαιτούσε καθολική κατάρτιση (στο καθεστώς της άμεσης δημοκρατίας ο πολίτης όφειλε να διατυπώνει προτάσεις στο βουλευτικό σώμα για όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος) και ηθικές ιδιότητες, όπως δικαιοσύνη, σύνεση, αυτονομία, παρρησία κτλ. Συγγενής έννοια είναι η «ανδρός αρετή», δηλαδή η άρτια διαμόρφωση του σωστού ανθρώπου.

  • ΑΣΚΗΣΗ 3
Εκφώνηση

Πώς βλέπετε να διαρθρώνονται, μέσα στον μύθο του Πρωταγόρα, τα στάδια της εξέλιξης του πολιτισμού που κατακτά ο άνθρωπος;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 74)
Απάντηση

Τα στάδια εξέλιξης της ανθρωπότητας

1ο Στάδιο
Ανυπαρξία θνητών όντων
(῏Ην γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητά δὲ γένη οὐκ ἦν)

2ο Το Επιμηθεϊκό Στάδιο
Δημιουργία θνητών όντων και του ανθρώπου

3ο Το Προμηθεϊκό Στάδιο
Δημιουργία υλικοτεχνικού πολιτισμού
  • βωμοί καὶ ἀγάλματα θεῶν
  • φωνὴν καὶ ὀνόματα
  • οἰκήσεις
  • ἐσθῆτας
  • ὑποδέσεις
  • στρωμνὰς
  • ἐκ γῆς τροφὰς

4ο Το Στάδιο των δώρων του Δία
Η συγκρότηση πολιτικών κοινωνιών στη βάση ηθικών αρχών συνύπαρξης

  • ΑΣΚΗΣΗ 4
Εκφώνηση

Συγκρίνετε τον μύθο του Πρωταγόρα με το απόσπασμα του Αισχύλου από τον Προμηθέα Δεσμώτη. (βλέπε σχολικό βιβλίο σελ. 56-60)
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 74)
Απάντηση

Και στα δύο αποσπάσματα ο Προμηθέας παρουσιάζεται ως ο ευεργέτης του ανθρώπου χάρη στο δώρο της φωτιάς.
Στον Προμηθέα του Αισχύλου οι άνθρωποι πριν από την παρέμβαση του Προμηθέα ζούσαν σε σπηλιές και δεν διέθεταν πρακτική νοημοσύνη για να μπορούν να συλλάβουν, να κατανοήσουν τον κόσμο και να επινοήσουν τρόπους βελτίωσης της ζωής τους. Ο Προμηθέας, λοιπόν, τους διδάσκει όλες τις τέχνες: αρχιτεκτονική, ξυλουργική, αστρονομία, μαθηματικά, γραφή, γλώσσα, ιστορία, γεωργία, τη χρήση των ζώων και την ίππευση, τη ναυτική τέχνη, την ιατρική, τη φαρμακευτική, τη μαντική και τη μεταλλοτεχνία.
Ο Πρωταγόρας στον μύθο του από τις παραπάνω τέχνες αναφέρει μόνο την αρχιτεκτονική, τη γλώσσα και τη χειροτεχνία, δηλαδή τα ενδύματα, τα υποδήματα και τις τροφές, ενώ προσθέτει τη θρησκεία. Συνεχίζει όμως τον μύθο με την αναφορά στην οργάνωση κοινωνιών και στην παρέμβαση του Δία.
Στόχος, λοιπόν, του Προμηθέα του Αισχύλου είναι να απαριθμήσει τις ευεργεσίες του, που αποτελούν άλλωστε τον υπερασπιστικό του λόγο απέναντι στη βία του Δία, ενώ ο Πρωταγόρας στον μύθο αναφέρεται στις ευεργεσίες του Προμηθέα στο πλαίσιο κοινωνιολογικών και ανθρωπολογικών προβληματισμών: κάνει αναφορά στα δώρα του Προμηθέα, προκειμένου σταδιακά να φτάσει να αποδείξει «το διδακτόν της πολιτικής αρετής» ως δώρο του Δία.
  • ΑΣΚΗΣΗ 5
Εκφώνηση

Πώς ο άνθρωπος απέκτησε συγγένεια με τους θεούς και γιατί η έντεχνος σοφία και η φωτιά θεωρούνται θεϊκά στοιχεία;
Απάντηση

Στο πλαίσιο του μύθου η φωτιά αποτελεί το θεϊκό μερίδιο που είχαν την τύχη, χάρη στην παρέμβαση του Προμηθέα, να λάβουν οι άνθρωποι. Είναι θεϊκό
α) γιατί το κατείχαν ως τότε μόνο οι θεοί,
β) γιατί οι άνθρωποι το απέκτησαν με θεϊκή παρέμβαση του Προμηθέα,
γ) γιατί, επιτρέποντας στον άνθρωπο να αναπτύξει πολιτισμό, του επέτρεψε κατά συνέπεια να αναγνωρίσει την ύπαρξη των θεών. Η πρώτη, με την έννοια της κορυφαίας, και άμεση συνέπεια του δώρου της φωτιάς, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα είναι ακριβώς η εμφάνιση της θρησκείας.
Η φωτιά αλλά και οι τεχνικές γνώσεις, «έντεχνος σοφία», επέτρεψαν στον άνθρωπο να δημιουργήσει τεχνικό πολιτισμό, μεταβάλλοντας την όψη της φύσης, κατά κάποιο τρόπο σαν δημιουργός-θεός. Η μεταμορφωτική δύναμη του στοιχείου της φωτιάς θεωρούνταν αποκλειστικό κτήμα των θεών, δηλαδή στοιχείο της θεϊκής ουσίας και ένα από τα μυστικά της δύναμής τους. Η έννοια της φωτιάς ως δυναμογόνου φυσικού στοιχείου απασχολεί ήδη τον Ηράκλειτο (ἀεὶζωον πῦρ).
  • ΑΣΚΗΣΗ 6
Εκφώνηση

Πώς δικαιολογείται ένας αγνωστικιστής, ο Πρωταγόρας, να κάνει στο έργο του αναφορά στους θεούς;
Απάντηση

Ο Πρωταγόρας αρχίζει την παρουσίαση των κατακτήσεων του ανθρώπου από τη θρησκεία, παρά τον θρησκευτικό αγνωστικισμό του. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί αρχικά με βάση την ανάγκη συνοχής του μύθου (θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν˙) και λογικής αλληλουχίας. Δηλαδή, εφόσον οι άνθρωποι πήραν μέρος σε κάτι που μέχρι τότε ανήκε μόνο στους θεούς, σύμφωνα με τον μύθο, αυτό τους οδήγησε στην πίστη ότι υπάρχουν θεοί και ότι οι άνθρωποι έχουν πνευματική συγγένεια με αυτούς. Αποτέλεσμα ήταν να αναπτύξουν θρησκεία και θρησκευτική τέχνη.
Επιπλέον η πρόταξη θρησκευτικής συμπεριφοράς «ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν» και θρησκευτικού συναισθήματος «θεοὺς ἐνόμισεν» μπορεί να ερμηνευθεί και ως προβολή του υψηλότερου σημείου ανάπτυξης που παρουσίασε το ανθρώπινο είδος στο προμηθεϊκό στάδιο. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρωταγόρας αξιολόγησε τη θρησκεία ως πολύ σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου ανάμεσα στις άλλες, γιατί δείχνει ότι ο άνθρωπος απέκτησε εξελικτικά τη δυνατότητα να τον απασχολεί η έννοια της δημιουργίας και να συνειδητοποιεί τη δική του θνητότητα απέναντι στην παντοδυναμία της φύσης. Από την άποψη της ιστορικής προσέγγισης η πίστη στους θεούς είναι εκδήλωση πνευματικής ωριμότητας του ανθρώπου, γιατί ο άνθρωπος περνά από την απλή, ενστικτώδη ύπαρξη στην αναζήτηση των παραγόντων που δημιούργησαν τη φύση και πιθανότητα και των τρόπων να τους επηρεάζει για τη βελτίωση των όρων της ζωής του. Έτσι οι άνθρωποι αναπτύσσουν θρησκεία και θρησκευτική τέχνη: αρχίζουν να πιστεύουν στην ύπαρξη των θεών και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την οργάνωση και τέλεση των θρησκευτικών τελετών (κατασκευή βωμών και φιλοτέχνηση αγαλμάτων θεών).
Αναμφισβήτητα εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ένας αγνωστικιστής, κάποιος δηλαδή που αμφέβαλλε για την ύπαρξη των θεών, ο σοφιστής Πρωταγόρας, κάνει αναφορά σ’ αυτούς. Οι απόψεις που δικαιολογούν την αναφορά αυτή είναι οι εξής:
α) ίσως πρόκειται για πλατωνική θεωρία που έντεχνα τοποθετείται στο στόμα του Πρωταγόρα,
β) η λατρεία των θεών είναι αναμφισβήτητη πραγματικότητα, ένα ανθρωπολογικό δεδομένο που χρειάζεται εξήγηση.
γ) η χρήση συμβόλων αποτελεί χαρακτηριστικό του μύθου και η αναφορά στους θεούς φαίνεται να είναι συμβολική: ο Δίας συμβολίζει τη νομοτέλεια που υπάρχει στη φύση, ενώ ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας (που συναντήσαμε στην προηγούμενη ενότητα) και ο Ερμής αποτελούν τα όργανα αυτής της νομοτέλειας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις των όντων και εξασφαλίζουν ισορροπία.

  • ΑΣΚΗΣΗ 7
Εκφώνηση

Πώς δημιουργήθηκε η γλώσσα, κατά την άποψη του Πρωταγόρα; Να τη συγκρίνετε με την αρχαία παράδοση και τη σύγχρονη γλωσσολογία.
Απάντηση

Στον πνευματικό πολιτισμό εντάσσεται και η γλώσσα η οποία δημιουργείται κατά την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τη γλώσσα ως ομιλητική ικανότητα του ανθρώπου που εξελίσσεται μαζί με τη σκέψη του και όχι απλώς μέσο επικοινωνίας. Σκέψη και γλώσσα συνυφαίνονται και αναπτύσσονται κατά τη διεργασία αξιοποίησης της έντεχνης σοφίας στον αγώνα επιβίωσης του ανθρώπου. Αναμφισβήτητα η γλώσσα συνιστά τεκμήριο πολιτισμικής προόδου, καθώς σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει κατακτήσει την ωριμότητα που του επιτρέπει να κωδικοποιεί τις σκέψεις σε λέξεις και έννοιες, να οργανώνει λογικές προτάσεις που τον εκφράζουν και τον εξυπηρετούν στη συνεννόησή του με τους άλλους. Κατά την άποψη του Πρωταγόρα, ο κώδικας αυτός πλάστηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος από πολύ νωρίς («ταχὺ»: εννοεί στα πρώτα στάδια της ύπαρξης του ανθρώπου και όχι σε σύντομο χρονικό διάστημα) άρχισε να μετουσιώνει τους άναρθρους σε έναρθρους φθόγγους, να τους συνδυάζει φτιάχνοντας λέξεις και στη συνέχεια, προτάσεις, εκδηλώνοντας συγχρόνως την έλλογη ιδιότητά του.
Η άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί με την άποψη των σοφιστών, ότι η γλώσσα δημιουργήθηκε νόμῳ, αλλά και με την άποψη σύγχρονων γλωσσολόγων. Αντίθετη σ’ αυτή είναι η λεγόμενη θεοκρατική αντίληψη, την οποία υποστήριζε ο Ηρόδοτος. Σύμφωνα μ’ αυτή, η γλώσσα υπάρχει φύσει, δηλαδή τη χάρισε στον άνθρωπο ο θεός, μόλις τον έπλασε. Πιο σύνθετη προσέγγιση της γλώσσας κάνει αργότερα ο Αριστοτέλης, ο οποίος συνθέτει στοιχεία και από τη φύσει και από τη νόμῳ θεώρηση της γλώσσας.

  • ΑΣΚΗΣΗ 8
Εκφώνηση

Γιατί η πολεμική τέχνη αναπτύσσεται μόνο μέσα στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινωνίας;
Απάντηση

Η πολιτική τέχνη είναι συνώνυμο της οργανωμένης κοινωνίας, η οποία προϋποθέτει σταθερό τόπο κατοικίας, κοινή γλώσσα, την ύπαρξη θεσμών και νόμων, στρατού και στόλου, ηθών, εθίμων, παραδόσεων και ιδανικών, ανάπτυξη γραμμάτων και τεχνών, και γενικά την ανάπτυξη τεχνολογίας και πολιτισμού. Η πολεμική τέχνη αναπτύσσεται μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας, γιατί εκεί παρουσιάζεται για πρώτη φορά η ανάγκη να υπερασπιστούν οι άνθρωποι τα υπάρχοντά τους και τα τεχνολογικά και πολιτισμικά επιτεύγματά τους από κάθε είδους εξωτερικό εχθρό, εκδηλώνεται δηλαδή η συνείδηση του συνανήκειν και της συνυπευθυνότητας των μελών της οργανωμένης κοινωνίας.
Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι ο πόλεμος, εδώ, παρά τα κακά που προξενεί, μπορεί να νοηθεί με τη «θετική» του σημασία: δεν είναι ο πόλεμος που έχει ως στόχο την κατάκτηση νέων εδαφών και τον αλληλοσπαραγμό των λαών (επεκτατικός πόλεμος), αλλά ο πόλεμος που αναπτύσσει τις ευγενείς ορμές του ανθρώπου, την άμυνα υπέρ του δικαίου και της ελευθερίας, που θέτει σε λειτουργία τα αντανακλαστικά των εθνών για δημιουργική επιβίωση.

  • ΑΣΚΗΣΗ 9
Εκφώνηση

Ποια είναι τα μέρη της πολιτικής αρετής, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, και ποια η σημασία τους για τη συγκρότηση κοινωνιών;
Απάντηση

Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, συστατικά της πολιτικής αρετής είναι η αἰδώς και η δίκη. Αἰδώς είναι ο σεβασμός, το αίσθημα ντροπής του κοινωνικού ανθρώπου για κάθε πράξη που προσκρούει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η δράση της είναι ανασταλτική και αποτρεπτική και συμπίπτει με τη λειτουργία της ηθικής συνείδησης. Δίκη είναι το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η ενύπαρκτη στον άνθρωπο αντίληψη για το δίκαιο και το άδικο, ο σεβασμός των γραπτών νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων.
Χάρη στην αιδώ και στη δίκη εξασφαλίζεται η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη, η συνοχή του συνόλου, η ισορροπία και η ευταξία. Με αυτές αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις φιλίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού («ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί»). Στο περιεχόμενο της πολιτικής αρετής, πέρα από την αἰδῶ και τη δίκη, ο Πρωταγόρας εντάσσει και τη σωφροσύνη («ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης») και την ευσέβεια (η τελευταία θα αναφερθεί στις ενότητες 5 και 7). Έτσι προοικονομείται η σχετική σωκρατική αναζήτηση των μερών της αρετής, προκειμένου να οριστεί η έννοια της αρετής.
  • ΑΣΚΗΣΗ 10
Εκφώνηση

α. Σε ποιο σημείο του κειμένου γίνεται αναφορά στον καταμερισμό της εργασίας;
β.1.Ποια σημασία τού αποδίδει ο Πρωταγόρας για την εξέλιξη του πολιτισμού και
β.2.γιατί η πολιτική αρετή δεν μπορούσε να περιλαμβάνεται στον καταμερισμό αυτό;
Απάντηση

α. Αναφορά στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας γίνεται στις φράσεις: «εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί», «αἱ τέχναι νενέμηνται» και «ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν».

β.1. Στη φράση «εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί» γίνεται αναφορά στη χρησιμότητα του καταμερισμού της εργασίας. Όσον αφορά, λοιπόν, τις τέχνες ο καταμερισμός είναι απολύτως απαραίτητος, διότι έτσι: α) εξυπηρετούνται καλύτερα οι πολίτες, αφού ένας τεχνίτης μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς πολίτες και β) υπάρχει δυνατότητα εμβάθυνσης και εξειδίκευσης σε κάθε τομέα, με αποτέλεσμα την πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας και γ) η επιλογή του επαγγέλματος είναι υπόθεση προσωπική του κάθε ανθρώπου και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις ειδικές δεξιότητες, ικανότητες, ταλέντα, κλίσεις που μπορεί να έχει. Έτσι οι δημιουργοί (< δήμος + έργον) είναι αυτοί που παράγουν ένα έργο ωφέλιμο στον δήμο, στον λαό. Στα ομηρικά χρόνια στους δημιουργούς ανήκαν οι μάντεις, οι γιατροί, οι κήρυκες, οι οικοδόμοι κτλ. και ο καταμερισμός της εργασίας αφορά τους ἰδιώτας και όχι τους πολίτας.

β.2. Ο καταμερισμός όμως δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πολιτική αρετή. Ο Πρωταγόρας με τη φράση«αἱ τέχναι νενέμηνται» φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται τη σημασία του καταμερισμού της εργασίας για την πρόοδο του πολιτισμού, για αυτό και θέτει το ερώτημα με τον Ερμή. Αν όμως στον καταμερισμό της εργασίας εντασσόταν και η πολιτική, οι άνθρωποι δεν θα αποδέχονταν κοινές ηθικές αξίες, και συνεπώς δεν θα ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν πολιτικές κοινωνίες που να στηρίζονται στη βάση κοινών αξιών. Στην πολιτική αρετή (αἰδώς-δίκη) πρέπει να συμμετέχουν όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες, γιατί μόνο έτσι μπορούν να συγκροτηθούν οργανωμένες και βιώσιμες κοινωνίες («οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν»). Αντίθετα, με την απουσία της οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα οξύνονταν και θα κατέληγαν στην αλληλοεξόντωση των ανθρώπων. Συνεπώς το ερώτημα του Ερμή είναι καίριο για την εμφάνιση της πολιτικής κοινωνίας, γιατί ο Δίας δεν μοιράζει την πολιτική τέχνη, αλλά δύο ηθικές ιδιότητες αναγκαίες στους ανθρώπους για να οργανώσουν πολιτική κοινωνία. Έτσι ο Πρωταγόρας με την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της αιδούς και της δίκης προβαίνει στην ηθική θεμελίωση της πολιτικής, θέση που υπερασπίζονται και ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.
Διαφορετικά, θα επικρατήσει το χάος που επικρατούσε και πριν από την οργάνωση κοινωνιών, με αποτέλεσμα την αδικία και την αλληλοεξόντωση. Η σημασία και η αυστηρότητα του νόμου του Δία για την πολιτική αρετή τονίζεται από την επιβολή θανατικής ποινής («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως») σε όποιον δεν συμμετέχει σε αυτή.
  • ΑΣΚΗΣΗ 11
Εκφώνηση

Η αιδώς και η δίκη δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, κατανέμονται σε όλους μεν, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο. Ποια σημασία έχει η θέση αυτή για τη διδασκαλία της αρετής που επαγγέλλεται ο Πρωταγόρας;
Απάντηση

Άποψη του Πρωταγόρα είναι ότι η πολιτική αρετή δόθηκε στον άνθρωπο σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο και όχι από την αρχή της δημιουργίας του. Αυτές τις δύο αξίες τις διαθέτει ο άνθρωπος ως ηθικές καταβολές και προδιάθεση. Για να γίνουν όμως κτήμα του και να φτάσει στην πλήρη κατάκτηση της πολιτικής αρετής πρέπει να καταβάλει προσπάθεια και αγώνα. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται, αλλά γίνεται κάτοχος της πολιτικής αρετής μέσα από μαθητεία σε αυτή, δηλαδή με διδαχή και προσπάθεια. Σ’ αυτό θα συντελέσουν οι φορείς αγωγής αλλά και οι νόμοι με τις ποινές και τις κυρώσεις τους («Ἐπὶ πάντας,»… «καὶ πάντες μετεχόντων»… «κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.»). Την άποψη αυτή θα επιχειρήσει να αποδείξει στις επόμενες ενότητες, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.
  • ΑΣΚΗΣΗ 1
Εκφώνηση

Να δοθούν από δύο ομόρριζα στη νέα ελληνική για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: μοίρας, ἐνόμισεν, ἀπώλλυντο, διεφθείροντο, ἄγοντα, συμβουλῆς.
Λύση

μοίρας → μοιραίος, μοιρολατρικός
ἐνόμισεν → νόμισμα, κατανομή
ἀπώλλυντο → όλεθρος, πανωλεθρία
διεφθείροντο → φθορά, φθαρτός
ἄγοντα → αγωγή, αγωγός, διαγωγή
συμβουλῆς → βουλευτής, συμβούλιο

  • ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση

Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: γονίδιο, βάθρο, δωρεά, ιαματικός, ισθμός.
Λύση

γονίδιο → γένει
βάθρο → βωμούς
δωρεά → δοίη
ιαματικός → ἰατρικὴν
ισθμός → ἴωσιν

  • ΑΣΚΗΣΗ 3
  • Εκφώνηση

    Ἰδιώταις: να σχηματίσετε σύνθετα της νέας ελληνικής με πρώτο συνθετικό το «ἴδιος».
Λύση

Ιδιοτελής, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, ιδιοχρησία, ιδιοσυγκρασία, ιδιόλεκτος, ιδιοσυστασία, ιδιόμορφος.

5η ΕΝΟΤΗΤΑ
Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου
  • ΑΣΚΗΣΗ 1
Εκφώνηση

Γιατί η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή θεωρούνται, κατά τον Πρωταγόρα, στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στον πολιτισμό); Αναλύστε τα επιχειρήματα του Πρωταγόρα στο απόσπασμα αυτό και προσθέστε τα δικά σας.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 77)
Απάντηση

Με δεδομένο ότι ο άνθρωπος σταδιακά έφθασε σε εκείνο το σημείο ωριμότητας, ώστε να συλλάβει την αιδώ και τη δίκη ως αναγκαία βάση της κοινωνικής ηθικής του και της πολιτικής αρετής, φαίνεται επαρκώς αιτιολογημένη η θέση του Πρωταγόρα ότι η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή είναι στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα. Κατά την άποψη του Πρωταγόρα, η πολιτική αρετή είναι σύμφυτη με την ιδιότητα του ανθρώπου ως μέλους μιας κοινωνίας και ως δημιουργού πολιτισμού. Αποτελεί, δηλαδή, την προϋπόθεση για τη συνοχή της κοινωνίας, την αρμονική συμβίωση μέσα σ’ αυτή και την περαιτέρω ανάπτυξη πολιτισμού. Γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητο να έχουν όλοι μερίδιο στην αρετή, αλλιώς να μην αποτελεί μέλος της κοινωνίας. Ο Πρωταγόρας επιχειρεί να αποδείξει αυτή τη θέση δείχνοντας α) την καθολικότητα της πολιτικής αρετής και β) το διδακτό της αρετής. Η άποψη αυτή στηρίζεται στα εξής επιχειρήματα:
  • κάποιος που δεν είναι δίκαιος, θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.
  • όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι
  • πρέπει όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη
  • η συμμετοχή στην αρετή πρέπει να φαίνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή ή κάποιος να έχει πράγματι τη δικαιοσύνη ή έστω να προσποιείται ότι την κατέχει.
Ο Πρωταγόρας προβάλλει ρεαλιστικά τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωση να είναι δίκαιος. Συγχρόνως, διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας που απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική και κοινωνική συνείδηση, η οποία στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως επιχείρημα για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία.
Ως πρόσθετα επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν ότι η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή είναι σύμφυτες με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:
  1. Ο άνθρωπος ως είδος συνδέεται με την ύπαρξη οργανωμένης συμβιωτικής ομάδας, η οποία προϋποθέτει τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή, προκειμένου να πάρει μορφή. Συνεπώς, η εκδήλωση των ειδολογικών γνωρισμάτων του ανθρώπου συνδέεται με αυτές τις δύο αρχές.
  2. Οι δύο αυτές αρχές είναι αναγκαίες όχι απλώς για το ζῆν, αλλά και για το εὖ ζῆν των ανθρώπων, το οποίο είναι εφικτό μόνο στην οργανωμένη κοινωνία στη βάση της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής.
  3. Η δημιουργία και η εξέλιξη του πολιτισμού ως συγκροτήματος υλικών, πνευματικών και ηθικών κατακτήσεων, που καταξιώνουν το ανθρώπινο είδος, είναι προϊόν δικαιοσύνης και αρετής και όχι ανηθικότητας και κακίας.
  4. Για τον άνθρωπο «το φυσικό δεν είναι και αξιόπρακτο». Αυτό σημαίνει ότι δεν υποτάσσεται στο ένστικτο και στη φυσική παρόρμηση, όπως κάθε άλλος ζωικός οργανισμός, αλλά συντάσσει κανόνες και αρχές, με τις οποίες ρυθμίζει τις σχέσεις του με τους ομοίους του. Άρα, ο άνθρωπος ως είδος απέναντι στο ένστικτο αντιτάσσει τη λογική και απέναντι στη φυσική βία την ηθική του.
  • ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση

Πώς προσπαθούν οι άνθρωποι να καλλιεργήσουν την ιδιότητα της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 77)
Απάντηση

Η φροντίδα, η άσκηση και η διδασκαλία αποτελούν τρεις μορφές αγωγής, με τις οποίες μπορεί να αποκτηθεί η πολιτική αρετή. Ως βοηθητικά στοιχεία αναφέρονται, επίσης, η τιμωρία και η νουθεσία, που αποβλέπουν στην ενίσχυση της μαθησιακής διδασκαλίας. Πιο συγκεκριμένα:

α) Η φροντίδα (ἐπιμέλεια) είναι η επιλογή των κατάλληλων παιδευτικών/μορφωτικών αγαθών που θα παρασχεθούν.

β) Η άσκηση (ἄσκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής. Οι άνθρωποι οφείλουν να ασκηθούν, δηλαδή να μάθουν να εφαρμόζουν αυτά που διδάσκονται, ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στους ρόλους, που θα αναλάβουν αργότερα στο πλαίσιο της κοινωνίας και στη συναναστροφή τους με τους συνανθρώπους και τους συμπολίτες τους. Αυτό σημαίνει ότι στη διαδικασία της αγωγής είναι σημαντικό να αποκτήσουν οι άνθρωποι με τον εθισμό την προσδοκώμενη από την πολιτεία συμπεριφορά.

γ) Η διδασκαλία (διδαχή) είναι η θεωρητική κατάρτιση και η συστηματική παροχή γνώσεων στον μαθητή από τον δάσκαλο, που έχει την ευθύνη καθοδήγησης.

Για να είναι, βέβαια, αποτελεσματική η διαδικασία της αγωγής, οι παραπάνω μορφές αγωγής χρειάζεται να βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας.

Τέλος, η αναφορά στις τρεις μορφές αγωγής έμμεσα προβάλλει την αναγκαιότητα του καλού δασκάλου, δηλαδή του κατάλληλου και ικανού δασκάλου να αναλάβει την αγωγή του νέου.
  • ΑΣΚΗΣΗ 3
Εκφώνηση

Ο Πρωταγόρας προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ποια είναι αυτή και γιατί θεωρείται τρελός όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή;
Απάντηση

Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής.

1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον˙»

Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις κάποιου σε έναν ειδικό τομέα. Η κοινή γνώμη των Αθηναίων απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης.

2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν …»

Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής: α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος. β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι:
  • θα υποστεί ποινές,
  • θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θέλει να του συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη νοοτροπία των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν, αλλά το τι τους συμφέρει να κάνουν. Επίσης, δεν τους ενδιαφέρει η πραγματική τους εικόνα (το εἶναι), όσο η εικόνα που συνάδει με τα προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα και το κοινώς αποδεκτό σύστημα αξιών (το φαίνεσθαι). Συνεπώς, η κοινωνική ηθική και το συμβατικό αίσθημα δικαίου αφορά (και πρέπει να αφορά) όλους τους ανθρώπους, διαφορετικά θέτουν τον εαυτό τους έξω από την κοινωνία και υφίστανται ό,τι συνεπάγεται αυτό.
  • ΑΣΚΗΣΗ 4
Εκφώνηση

Να αξιολογήσετε την εμπειρική απόδειξη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της αρετής. Τη βρίσκετε πειστική;
Απάντηση

Το «τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των κανόνων της ρητορικής. Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από όλους και γι’ αυτό είναι τυπικό τεκμήριο. Επιπλέον, το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον χώρο της τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό, τυπικό στοιχείο ρητορικής που χρησιμοποιείται στους ρητορικούς λόγους. Ωστόσο, η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:

α) Η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («ἡγοῦνται … μετέχειν»), ενώ στις δύο αιτιολογήσεις υπάρχει δεοντολογική διατύπωση («δεῖν φάναι ἀναγκαῖον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί ο συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο σ’ αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει να συμβαίνει. Ο συλλογισμός θα ήταν λογικά ορθός, αν είχε ως συμπέρασμα τη φράση: «ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα δεῖν μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς».

β) «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.

γ) Ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.

δ) Οι προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό.
  • ΑΣΚΗΣΗ 5
Εκφώνηση

«ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις»: να συγκρίνετε την τιμωρία αυτή με τη θανάτωση («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως») που προτάθηκε στην 4η ενότητα από τον Δία. Είναι η κύρωση αυτή ηπιότερη ή όχι και γιατί;
Απάντηση

Ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι δέχεται πως η πολιτική ιδιότητα, έστω και ως κατάφαση στην έννοια της δικαιοσύνης, είναι ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι δεκτός στην πολιτική κοινωνία. Όταν και αυτό το ελάχιστο της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υστερεί και αποτελεί απειλή για τους ιδρυτικούς σκοπούς της πολιτικής κοινωνίας. Έτσι, σ’ αυτή την ενότητα προτείνεται αυτός να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα. Απ’ την άλλη, στην 4η ενότητα είχε προταθεί από τον Δία η θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Ίσως η ποινή του Πρωταγόρα να φαίνεται ηπιότερη σε σχέση με αυτή που επιβάλλει ο Δίας˙ έχουν όμως και οι δύο τον ίδιο σκοπό: να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αρετή. Έτσι, προβάλλεται ο παιδευτικός ρόλος των νόμων. Αν, βέβαια, λάβουμε υπόψη μας τη σημασία που έχει η πόλη και η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά την εποχή αυτή, καταλαβαίνουμε πως η ποινή που αναφέρει ο Πρωταγόρας είναι ισάξια ή και αυστηρότερη από αυτή που προτείνεται από τον Δία.
  • ΑΣΚΗΣΗ 6
Εκφώνηση

Πώς αποδεικνύει ο Πρωταγόρας ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Να καταγράψετε τα επιχειρήματά του και να τα αξιολογήσετε.
Απάντηση

Ο Πρωταγόρας, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, διακρίνει δύο κατηγορίες χαρακτηριστικών, τα φυσικά / έμφυτα και τα επίκτητα.

α) Προτερήματα και ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση και την τύχη: σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση και τον ανθρώπινο οργανισμό. Φυσικά, δεν τον απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα για την απόδειξή του, αφού όλοι θαυμάζουν αυτούς που τα έχουν. Με όποιον, όμως, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό σώμα) κανείς δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες, γιατί δεν εξαρτώνται από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου («ἀπό τοῦ αὐτομάτου»). Αντίθετα, νιώθουν οίκτο και συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή της τύχης.

β) Χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου κι επομένως με τις αρετές. Εύλογα, και πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές. Απ’ αυτό, λοιπόν, το σημείο ξεκινά την απόδειξη του «διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια), οι άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει. Άρα, η πολιτική αρετή διδάσκεται.

Η απόδειξη του Πρωταγόρα θεμελιώνεται σε σκέψη που διέπεται από πραγματικό ανθρωπισμό και λαμβάνει τον άνθρωπο ως μέτρο σύγκρισης. Από την άλλη, οργανώνεται με σοφιστικό τρόπο, με αποτέλεσμα να αποβλέπει στην πειθώ απλώς του δέκτη και όχι στην αναζήτηση και εύρεση της μίας και μοναδικής αλήθειας, που είναι το ζητούμενο του Σωκράτη. Ειδικότερα, ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται ο Πρωταγόρας το θέμα του, και η ταξινόμηση προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και λογικών παραδειγμάτων φανερώνουν ότι ο σοφιστής αγωνιά για την πειστικότητα των λόγων του και όχι για την εύρεση της απόλυτης αλήθειας. Ο σοφιστικός τρόπος προσέγγισης του θέματος φαίνεται, λοιπόν, στα εξής:

α) Η βασική φράση που χρησιμοποιεί ως τεκμήριο για την απόδειξη της αρετής («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις») αποτελεί την ίδια την αποδεικτέα θέση, αυτό δηλαδή που χρειάζεται να αποδειχθεί. Έχουμε, λοιπόν, το είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λῆψις τοῦ ζητουμένου».

β) «ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση είτε με τη θεωρία ότι η αρετή διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν μπορούν να την αποκτήσουν με τη διδασκαλία, είτε με τη θεωρία για την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την κατέχουν.

γ) Παρουσιάζει ως άποψη των ανθρώπων γενικά, τη δική του απλώς άποψη για το θέμα.

δ) Υπολανθάνει η απαίτηση του ικανού και κατάλληλου δασκάλου, όπως ο ίδιος, για να διδάξει την πολιτική αρετή.

Συνολικά για τον αποδεικτικό λόγο του Πρωταγόρα στην ενότητα αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η έλλειψη πειστικότητας των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα οφείλεται κυρίως στην ασάφεια της διατύπωσής του. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή («ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς») εννοεί ότι όλοι έχουν μέσα τους στοιχεία πολιτικής αρετής ως προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η διδασκαλία για να φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει πλήρως, που έχουν αδιαφορήσει να την κατακτήσουν μέσω της διδασκαλίας και, επομένως, έχουν μείνει στο στάδιο της προδιάθεσης, των καταβολών («ἐάντε ὦσιν ἐάντε μὴ / ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»). Συνεπώς, το πρόβλημα, κατά τον Πρωταγόρα, είναι πώς ο άνθρωπος με δεδομένη τη γενική αίσθηση του δικαίου (που του χαρίζουν η αιδώς και η δίκη ως προδιάθεση και καταβολές) μπορεί και πρέπει να παιδεύεται και να ευαισθητοποιείται προκειμένου να κατακτήσει μια δίκαιη συμπεριφορά από κοινωνικοπολιτική άποψη.
  • ΑΣΚΗΣΗ 7
Εκφώνηση
Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος μαθαίνει αρχικά με τη μίμηση. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, την παραλείπει ο Πρωταγόρας;
Απάντηση

Στις μορφές αγωγής εντάσσεται και η μίμηση, την οποία σκόπιμα παραλείπει ο Πρωταγόρας, γιατί δεν εξυπηρετεί την επιχειρηματολογία του. Η μίμηση που έχει στόχο ανώτερα πρότυπα είναι θεμιτή. Όταν, όμως, κάποιος μιμείται άκριτα ή αρνητικά πρότυπα, τότε ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο για την ανθρώπινη προσωπικότητα όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της μίμησης είναι αμφισβητήσιμη και η αναφορά του σ’ αυτή θα ανέτρεπε όλη του τη θεωρία για το «διδακτόν» της αρετής ή θα έστρεφε τη συζήτηση σε θέματα άσχετα ή με χαλαρή σχέση με το βασικό ζητούμενο για το διδακτό της αρετής.
  • ΑΣΚΗΣΗ 1
  • Εκφώνηση
    Να βρείτε την ετυμολογία των παρακάτω λέξεων: νουθετοῦσιν, ἄδικος, τἀληθῆ, σωφροσύνην, σύμβουλον, συλλήβδην.
Λύση
νουθετοῦσιν -> νοῦς + τίθημι
ἄδικος → ἀ- (στερητικό) + δίκη
τἀληθῆ → τὰ (άρθρο: κράση) + ἀ- (στερητικό) + λήθη < λανθάνω
σωφροσύνην → σώφρων < σῶς (= σῶος) + φρήν, σῶος + φρὴν
σύμβουλον → συμβουλὴ < σὺν + βουλὴ < βούλομαι
συλλήβδην → σὺν + λαμβάνω
  • ΑΣΚΗΣΗ 2
  • Εκφώνηση
    Να βρείτε συνώνυμα των παρακάτω λέξεων στα αρχαία ελληνικά: οἴῃ, μετέχειν, δεῖν, ποιεῖν, ἀγαθὰ.
Λύση
οἴῃ = νομίζῃ, δοκῇ, ὑπολαμβάνῃ, ἡγῆται
μετέχειν = μετεῖναι, κοινωνεῖν
δεῖν = χρῆναι
ποιεῖν = πράττειν, δρᾶν
ἀγαθὰ = καλά
  • ΑΣΚΗΣΗ 3
  • Εκφώνηση
    Να δώσετε δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: φῇ, οἰκεῖοι, μανίαν, φύσει, τύχῃ, διδαχῆς.Λύση

    φῇ: φήμη, προφήτης
    οἰκεῖοι: οικειοθελώς, οικειότητα
    μανίαν: μανιακός, κλεπτομανής
    φύσει: φυτεία, φυσιολογικός
    τύχῃ: τυχαίος, τυχάρπαστος
    διδαχῆς: διδασκαλείο, δίδαγμα



Πέμπτη 7 Απριλίου 2016


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Τι είναι η περίληψη;
Είναι η συνοπτική και περιεκτική απόδοση, σε συνεχή λόγο, ενός κειμένου. Είναι ένα νέο κείμενο, που, χωρίς να προδίδει το αρχικό, περιλαμβάνει τα σημαντικότερα σημεία του, κατάλληλα συνδεδεμένα.
Η έκταση της περίληψης
Συνήθως είναι το 1/3 του αρχικού κειμένου. Στις εξετάσεις, ο αριθμός των λέξε­ων καθορίζεται. Δεν πρέπει να υπερβαίνουμε το όριο πάνω από 15-20 λέξεις.
Ι. Η εκτενής περίληψη βασίζεται:
•   Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.
•   Στους πλαγιότιτλους των παραγράφων.
•   Στις σημαντικές λεπτομέρειες της κάθε παραγράφου.
II. Η συνοπτική περίληψη βασίζεται:
-Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.
-Στους πλαγιότιτλους των παραγράφων.
ΙΙΙ. Η πολύ σύντομη περίληψη βασίζεται:
•   Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.
•   Στους πλαγιότιτλους των ευρύτερων ενοτήτων.

Πορεία σύνθεσης μιας περίληψης:
1) Διαβάζουμε προσεκτικά το κείμενο που μας δόθηκε και προσπαθούμε να συλλάβουμε το θεματικό/νοηματικό του κέντρο . Στη συνέχεια καταγράφουμε το θεματικό κέντρο που εντοπίσαμε στο πρόχειρό μας ,διότι αυτό μπορεί να αποτελέσει στη συνέχεια ακόμη και τη θεματική περίοδο της περίληψής μας ,αν βέβαια επιλέξουμε την παραγωγική μέθοδο ανάπτυξης. Στην προσπάθεια εντοπισμού του θεματικού κέντρου του κειμένου, θα μας βοηθήσει και ο τίτλος του ,αν υπάρχει.
2) Εργαζόμαστε ανά παράγραφο εντοπίζοντας τα μέρη της (θεματική περίοδο, λεπτομέρειες, πρόταση- κατακλείδα ) και υπογραμμίζουμε τις λέξεις -κλειδιά ή τις φράσεις-κλειδιά. Οι λέξεις (ή φράσεις κατά περίπτωση) αυτές αποδίδουν τα βασικά στοιχεία -θέσεις , απόψεις, σκέψεις κ.ά. – του συγγραφέα.
Ένας τρόπος για να καταλάβουμε ότι έχουμε υπογραμμίσει τις σωστές λέξεις -κλειδιά, είναι να τις διαβάσουμε τη μια μετά την άλλη, μετά την υπογράμμισή τους ,απομονωμένες δηλαδή από το υπόλοιπο γλωσσικό περιβάλλον της παραγράφου. Αν αποδίδουν το βασικό νόημα της παραγράφου, τότε οι επιλογές μας είναι σωστές και ικανοποιητικές . Η επιλογή τους οφείλει να είναι αυστηρή και θα πρέπει να αποφεύγεται η κατά…βούληση και αυθαίρετη υπογράμμιση . Ανάλογα πάντως με το κείμενο και με οδηγό τη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα ,μπορούμε να εντοπίσουμε τις λεξεις-κλειδιά υποβάλλοντας σύντομα ερωτήματα του τύπου : ποιός, πού ,πότε, τί , πώς ,γιατί, με ποιο σκοπό , με ποιο αποτέλεσμα ,με ποια προϋπόθεση κ.ο.κ.
3) Στη συνέχεια , «κρατάμε» σημειώσεις από κάθε παράγραφο ή νοηματική ενότητα χωριστά, χρησιμοποιώντας τις λέξεις -κλειδιά ως οδηγό ή καταγράφουμε τον πλαγιότιτλο της παραγράφου ή της θεματικής ενότητας.
Για να γίνει αυτό ευκολότερα , χρησιμοποιούμε ως υποκείμενο της σημείωσης τη σημαντικότερη νοηματικά έννοια (την έννοια με τη βαρύνουσα σημασία) που υπογραμμίσαμε και συνήθως –αλλά όχι πάντα-βρίσκεται στη θεματική περίοδο της παραγράφου.
Οι σημειώσεις αυτές θα αποτελέσουν το βασικό υλικό της περίληψής μας ,σε συνδυασμό βέβαια και με το θεματικό κέντρο που ήδη έχουμε εντοπίσει και καταγράψει .
4) Συνθέτουμε και γράφουμε την περίληψη με δικά μας λόγια ,χρησιμοποιώντας το θεματικό κέντρο,  τις λέξεις -κλειδιά ,τις σημειώσεις που κρατήσαμε από κάθε παράγραφο ή θεματική ενότητα ή τους πλαγιότιτλους που έχουμε καταγράψει . Η σύνδεση αυτών των συστατικών μερών γίνεται με τη χρήση διαρθρωτικών λέξεων ,που στοχεύουν στο δέσιμο μεταξύ τους των μερών της περίληψης.
 Η περίληψη γράφεται στο πλαίσιο μιας εκτενούς παραγράφου και για το λόγο αυτό έχει τη δομή μιας κανονικής παραγράφου. Η θεματική περίοδος αντιστοιχεί στο θεματικό/ νοηματικό κέντρο της περίληψης , οι λεπτομέρειες αντιστοιχούν στις σημειώσεις ή τους πλαγιότιτλους και η πρόταση-κατακλείδα αντιστοιχεί στο συμπέρασμα που ενδεχομένως καταλήγει ο συγγραφέας του κειμένου που δόθηκε για περίληψη.

Ορισμένες συνηθισμένες διαρθρωτικές λέξεις ανάλογα με τη σημασία τους  είναι οι ακόλουθες :
α) αίτιο -αποτέλεσμα : επειδή ,διότι, γιατί, με αποτέλεσμα ,επομένως, άρα κ.ά.
β)χρονική σχέση : ύστερα, προηγουμένως, εντωμεταξύ, στη συνέχεια κ.ά.
γ) όρος ,προϋπόθεση : αν, εάν, εκτός κι αν, σε περίπτωση , με την προϋπόθεση ,με τον όρο κ.ά.
δ) αντίθεση :αλλά, όμως, αντίθετα, ωστόσο, εξάλλου, από την άλλη πλευρά, εντούτοις κ.ά.
ε) επεξήγηση : δηλαδή, με άλλα λόγια, για να το πω απλά κ.ά.
στ) έμφαση : είναι αξιοσημείωτο/ αξιοπρόσεκτο ότι …, θα ήθελα να τονίσω το εξής , να επιστήσω την προσοχή κ.ά.
ζ) παράδειγμα : για παράδειγμα ,π.χ., λ.χ.  κ.ά.
η) απαρίθμηση επιχειρημάτων : πρώτο, δεύτερο ,τρίτο … καταρχήν ,τελικά, στη συνέχεια κ.ά.
θ) διάρθρωση του κειμένου : το άρθρο/ η μελέτη/ η εισήγηση /η ομιλία /η επιφυλλίδα /το κείμενο … κ.ά.
ι)συμπέρασμα/ ανακεφαλαίωση: συμπεραίνοντας, ανακεφαλαιώνοντας, συμπερασματικά θα λέγαμε , στο τέλος κ.ά.

Γενικές οδηγίες
1) Αποφεύγουμε την υπερβολική αφαίρεση και γενίκευση δίνοντας τα επιχειρήματα και τις σκέψεις του συγγραφέα σε σωστή αναλογία.
2)Δεν προσπαθούμε να μιμηθούμε το ύφος του κειμένου και αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτούσιες τις λέξεις/ φράσεις του κειμένου ,παρά μόνο αν είναι εντελώς απαραίτητο. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιούμε εισαγωγικά.
3) Δε σχολιάζουμε τις απόψεις του συγγραφέα ,ούτε επιδοκιμάζουμε ή αποδοκιμάζουμε τις θέσεις του. Παρακολουθούμε και καταγράφουμε τη συλλογιστική του πορεία με -όσο το δυνατό- αντικειμενικό τρόπο.
4)Παραλείπουμε : τις επεξηγήσεις, τα παραδείγματα , τις καλλολογικές εκφράσεις ,τα σχήματα λόγου .
5) Μετατρέπουμε τις μεταφορές σε κυριολεξίες ή απλά τις παραλείπουμε.
6)Επιλέγουμε από την αρχή τη σύνταξη (ενεργητική ή παθητική) που θα χρησιμοποιήσουμε και τη διατηρούμε ως το τέλος της περίληψης.
7) Χρησιμοποιούμε κατά κανόνα το τρίτο πρόσωπο .
8) Καταγράφουμε τα βασικά σημεία του κειμένου και δεν τα σχολιάζουμε γιατί δεν κάνουμε διασκευή .
9) Σε περίπτωση που η έκταση της περίληψης είναι αρκετά μεγάλη,μπορούμε να εφαρμόσουμε και τεχνικές πύκνωσης :
ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΥΚΝΩΣΗΣ
α) απαλοιφή ονοματικών ή άλλων προσδιορισμών ( π.χ. η όμορφη πόλη = η πόλη )
β) απόδοση εννοιών της ίδιας οικογένειας μ” έναν περιεκτικό όρο (π.χ. οι εφημερίδες, τα περιοδικά , η τηλεόραση, το ραδιόφωνο= τα μέσα μαζικής ενημέρωσης)
γ) αντικατάσταση μιας σειρά ενεργειών από μια φράση που συνοψίζει την όλη πράξη (π.χ. ξύπνησε, σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε, πλύθηκε ,έφαγε γρήγορα το πρωινό του ,πήρε τη τσάντα του κι έφυγε για το σχολείο = ετοιμάστηκε και πήγε στο σχολείο)
δ) αντικατάσταση μιας περιόδου από τη λεκτική πράξη που δηλώνει (π.χ. Η μητέρα του Νίκου είπε στον καθηγητή της τάξης ότι στο γιο της έτυχε μια οικογενειακή υποχρέωση, κοιμήθηκε αργά και γι΄αυτό δεν ήρθε στο σχολείο τη Τρίτη = Η μητέρα του Νίκου δικαιολόγησε τις απουσίες του γιου της )
ε) η σύμπτυξη στην ίδια περίοδο των νοημάτων δύο ή περισσότερων παραγράφων ,στις οποίες παρατηρείται συνάφεια ως προς το περιεχόμενο ,μέσω δευτερευουσών προτάσεων.
στ) αντικατάσταση δευτερευουσών προτάσεων από μετοχές (π.χ. Συχνά οι πολιτικοί συνδέονται με διαπλεκόμενα συμφέροντα ,γεγονός που τροφοδοτεί αφορμή για ποικίλες αντιδράσεις = προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις)

Παραγραφοποίηση της περίληψης
*   Συνήθως γράφεται σε μια παράγραφο.
*   Μπορεί να γραφεί σε περισσότερες, ακολουθώντας τη δομή του κειμένου.
Π.χ. πρώτη ενότητα αίτια, δεύτερη αποτελέσματα κτλ.

Σύνταξη της περίληψης
1. Η πρώτη περίοδος:
• αρχίζει με τη φράση: «ο συγγραφέας/ αρθρογράφος τον κειμένου αναφέρει/-ται, παρουσιάζει, προβάλλει, προβληματίζεται, τονίζει, επισημαίνει κτλ…»
• ακολουθεί το θεματικό κέντρο του κειμένου, με το οποίο ολοκληρώνεται η περίοδος.
2. Η δεύτερη περίοδος:
•   Αποτελεί την περιληπτική διατύπωση της πρώτης παραγράφου.
 Συνδέεται με την πρώτη περίοδο με τη χρήση μιας διαρθρωτικής λέξης ή φράσης π.χ. αρχικά υπογραμμίζει/προβάλλει κλπ.
3. Ακολουθούμε την ίδια διαδικασία για όλες τις επόμενες παραγράφους, με βάση τον πλαγιότιτλο και τις σημειώσεις κάθε παραγράφου.
4. Ο λόγος πρέπει να είναι συνεχής και να διασφαλίζεται η αλληλουχία και η συνοχή των νοημάτων με τις κατάλληλες διαρθρωτικές λέξεις ή φράσεις. Π.χ. Επίσης τονίζει, παράλληλα επισημαίνει, προσθέτει ακόμα, αντίθετα προβάλλει, επιπλέον υποστηρίζει κτλ.
5. Την τελευταία παράγραφο του αρχικού κειμένου τη διαμορφώνουμε σε πρόταση κατακλείδα της περίληψης, αρχίζοντας με την κατάλληλη έκφραση.
Π.χ. Ο συγγραφέας του κειμένου καταλήγοντας, συμπεραίνει… κτλ.

Τι προσέχουμε στην περίληψη
Αποφεύγουμε:
1. Την υπερβολική αφαίρεση και γενίκευση.
2.  Τη μίμηση του ύφους του συγγραφέα.
3. Την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των επιχειρημάτων του.
4. Τη χρήση λέξεων/ φράσεων του κειμένου. Αν,εντούτοις, χρησιμοποιήσουμε κάποια ή κάποιες,  θα τις βάλουμε σε εισαγωγικά.
Επιδιώκουμε:
1. Την αντικειμενική και σωστή απόδοση του περιεχομένου με διάφο­ρες τεχνικές πύκνωσης (γενίκευση, αναδιατύπωση, υπερώνυμα κτλ.).
2. Τη χρήση ουδέτερου πληροφοριακού ύφους.
3.  Τη σωστή δομή: ενότητα λόγου, αλληλουχία νοημάτων, συνοχή κειμένου.
4. Την επιλογή της καταλληλότερης σύνταξης, ενεργητικής ή παθητικής.
Ρήματα που χρησιμοποιούμε στην περίληψη
Ο συγγραφέας/ αρθρογράφος ...
1. Αναφορικής όψης: διατυπώνει τη γνώμη, προτείνει, δηλώνει, εισηγείται, ανακοινώνει, αναφέρει, μνημονεύει, παραθέτει (ένα άλλο κείμενο), σχολιάζει, ερμηνεύει, συζητά (ένα άλλο κείμενο), παρατηρεί, διαπιστώνει, ορίζει με ακρίβεια, προσδιορίζει, καθορίζει, αποσαφηνίζει, διευκρινίζει, επεξηγεί, εξηγεί, αιτιολογεί, ονομάζει, αποκαλεί, χαρακτηρίζει, συγκρίνει, αντιθέτει, αντιπαραθέτει, αντιπαραβάλλει, επιχειρηματολογεί (υπέρ ή κατά), υπερασπίζεται, υποστηρίζει, υπεραμύνεται, συνηγορεί, συμφωνεί με, ταυτίζεται με, δικαιολογεί, ανασκευάζει, απορρίπτει, αντικρούει, αντιτείνει, αντιπροτείνει, τεκμηριώνει, στηρίζει (την άποψη του), αποδεικνύει, δείχνει, κρίνει, αξιολογεί, αποτιμά, διαβεβαιώνει, βεβαιώνει, ισχυρίζεται, αποφαίνεται, υποστηρίζει, επιμένει (ότι), προβλέπει, λέει, σημειώνει, τονίζει, επισημαίνει, υπογραμμίζει, πραγματεύεται, εξετάζει, συζητά, ασχολείται (με), αναφέρεται (σε), αναλύει, αναπτύσσει, ορίζει, διαιρεί, ταξινομεί, περιγράφει, απαριθμεί, συμπληρώνει, προσθέτει, αφηγείται, διηγείται, αναρωτιέται, απορεί, ρωτά, υποδεικνύει, προτείνει, αντιπροτείνει, συμβουλεύει, συστήνει, απολογείται, εύχεται, εξεγείρεται, αγανακτεί, εκφράζει την έκπληξη του.
2. Ποσοτικής όψης: προσπερνά βιαστικά, με συντομία, αποσιωπά, παραλείπει, δεν αναφέρει/ αναφέρεται, θίγει πλαγίως/έμμεσα/επιφανειακά, εξετάζει διεξοδικά/αναλυτικά, προσεκτικά, συζητά διεξοδικά, ανοίγει – κλείνει – τερματίζει τη συζήτηση, εξαντλεί το θέμα, συμπεραίνει, προσθέτει, υπογραμμίζει, επισημαίνει.
3.Μεταγλωσσικής όψης: επεξηγεί, συγκεκριμενοποιεί (για άλλο κείμενο), παραφράζει (για άλλο κείμενο).
4.  Διορθωτικής όψης: τροποποιεί, αλλάζει (τη διατύπωση), διορθώνει (τον εαυτό του/τους συνομιλητές του), ανασκευάζει τα επιχειρήματα, αναιρεί όσα είπε.
5.  Διαλογικής όψης: απευθύνει το λόγο, δίνει το λόγο, ζητά το λόγο, παίρνει, υφαρπάζει το λόγο, διεκδικεί το λόγο, παρεμβαίνει, διακόπτει, απαντά, δευτερολογεί, απευθύνεται.
6. Οργανωτικής όψης: αρχίζει, προλογίζει, συνεχίζει, μεταβαίνει (σε άλλο θέμα), παρεκβαίνει, τελειώνει, καταλήγει, συμπεραίνει, ανακεφαλαιώνει.

1ο Παράδειγμα Περίληψης
                                       Το βιβλίο σφυρηλατεί το αίσθημα της ελευθερίας
1. Το βιβλίο, αναμφίβολα αποτελεί αστείρευτη πηγή γνώσης. Είναι ο κινητήριος μοχλός στη διαδικασία της εκπαίδευσης μέσα στον σχολικό χώρο. Τα βιβλία, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αποδελτιωμένων γνώσεων, που έχουν σχέση με κάβε τομέα του επιστητού. Όμως, απ΄ ό,τι φαίνεται, η αξία του έχει υποβαθμιστεί, τόσον απ΄ τον ώριμο άνθρωπο, όσο κι απ΄ τον μαθητόκοσμο. Το φαινόμενο που παρατηρείται τις τελευταίες ημέρες του σχολικού έτους, όπου οι μαθητές κυριολεκτικά «κατακρεουργούν» τα βιβλία τους, μετατρέποντας τα προαύλια των σχολείων σε αλάνες με σκουπιδόχαρτα, πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και φανερώνει πως κάπου στο κοινωνικό-εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχουν «στεγανά», που ωθούν σ΄ αυτή τη «βάνδαλη» συμπεριφορά.
2. Εξετάζοντας βαθύτερα την όλη κατάσταση, μπορούμε να εντοπίσουμε μερικές αιτίες, που εξηγούν αυτή τη συμπεριφορά. Ξεκινάει απ” τη σχολική ηλικία του παιδιού, που πηγαίνει στο σχολείο «επειδή έτσι συμβαίνει μ” όλα τα παιδιά της ηλικίας του». Δεν το πείθουν οι μεγαλύτεροι, οι υπεύθυνοι για την αγωγή του, ότι έχει και μυαλό που πρέπει να το καλλιεργήσει, για να γίνει ΄σωστός άνθρωπος΄. Ετσι το μικρό παιδί, ο μετέπειτα νεαρός έφηβος, δε συνειδητοποιεί την αξία της μόρφωσης στη διαδικασία της ζωής. Έτσι η εκπαίδευση, που κατακτιέται κατά κύριο λόγο μέσα απ” το βιβλίο, θεωρείται «αναγκαίο κακό», που σημαίνει καταπίεση και όχι ύψιστη πράξη ελευθερίας.
3. Συχνά ο δάσκαλος θεωρείται απ΄ τους μαθητές «κρατούσα κοινωνική» αρχή, και τίθεται πρόβλημα επικοινωνίας ανάμεσα τους. Ο μαθητής ενδόμυχα τον φοβάται και δεν αφήνεται ελεύθερα στην καθοδήγηση του. Επειδή τον θεωρεί καταπιεστή της ελευθερίας του, κρατάει απόσταση απ” αυτόν, κάποτε γίνεται επιθετικός ή αντιδραστικός στις οποιεσδήποτε παροτρύνσεις που γίνονται απ” το δάσκαλο. Σ΄ αυτή τη φάση δημιουργείται ένα τεράστιο χάσμα, με αποτέλεσμα η νεανική ψυχή να φθείρεται σε μικροσυγκρούσεις και ανταγωνισμούς που έχουν σοβαρό κόστος στη μελλοντική εξέλιξη του νέου.
4. Το πρόβλημα διογκώνεται και απ” τη νοοτροπία της κοινωνίας μας, ότι τα βιβλία παρέχουν τη γνώση και ότι η γνώση εξασφαλίζει σπουδαία επαγγελματική κατοχύρωση. Αυτή η άποψη, δεν ενθαρρύνει την αγάπη γι” αυτή καθεαυτή τη γνώση, σαν στοιχείο αναγκαιότατο για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ολοκλήρωση του χαρακτήρα, αλλά δίνει κίνητρα για τη «χρησιμοθηρία» της μ” οποιοδήποτε κόστος για τον νεαρό έφηβο. Φυσικό επακόλουθο είναι, η ψυχική καταπίεση και το άγχος να δημιουργούν σύγχυση στην τρυφερή νεανική ψυχή. Οι μαθητές εξαιτίας της ανωριμότητας της ηλικίας, δεν μπορούν να καταλάβουν τις πραγματικές αιτίες που τους απωθούν απ” τη γνώση και ξεσπούν στα βιβλία, στους ανυπεράσπιστους φίλους μιας ολόκληρης χρονιάς.
5. Γενικότερα, η έλλειψη της αγάπης για γνώση απ΄ την πλευρά του μαθητή, οφείλεται στη βαθιά έλλειψη πνευματικότητας της εποχής μας και στην αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο αν γίνει μια ανθρωπιστική στροφή στον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Αν ο μαθητής δηλαδή καταλάβει ότι η μόρφωση είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του μυαλού του, όσο η τροφή για το σώμα του, θα αγαπήσει τη γνώση, θα εκτιμήσει την πολύτιμη προσφορά του βιβλίου, οπότε θα το σέβεται και θα πάψει να το καταστρέφει.
6. Όλοι οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για την αγωγή του παιδιού, κυριότερα οι γονείς, οι δάσκαλοι και οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς, μπορούν – και επιβάλλεται – να επηρεάσουν σημαντικά τη διάθεση του νέου για έρευνα και μελέτη του κόσμου, μέσα απ΄ το περιεχόμενο του βιβλίου και να δώσουν οι ίδιοι κίνητρα για διάβασμα. Πρέπει οι νέοι άνθρωποι να καταλάβουν ότι το βιβλίο βγάζει το άτομο απ΄ τα σκοτάδια της αμάθειας, ανοίγει δρόμους στη ζωή σίγουρους και ασφαλείς και σφυρηλατεί το αίσθημα της ελευθερίας. Επίσης είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν ότι τα βιβλία καταστρέφονται, επειδή θεωρούνται επικίνδυνα, μόνο από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (Χιτλερική Γερμανία), και ότι συμπεριφέρονται φασιστικά όταν τα καταστρέφουν ενώ ζουν σε μια ελεύθερη χώρα με πλούσια πνευματική κληρονομιά, που οφείλουν να συνεχίσουν με αγάπη, «υπομονή και περηφάνεια». πολύτιμο
                                                                                                       Γιάννα Κουτρομάνου , 19 Ιουλίου 1987
Θεματικό Κέντρο : Το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.
Οι υπογραμμισμένες λέξεις–κλειδιά κάθε παραγράφου , αν διαβαστούν μόνες τους – η μια μετά την άλλη- θα διαφανεί εύκολα ότι αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά των επιμέρους παραγράφων. Αυτό αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι οι λέξεις -κλειδιά που επιλέχτηκαν είναι οι σωστές , εφόσον καταφέρνουν ν” αποδώσουν τα κύρια σημεία των παραγράφων ,χωρίς νοηματικά χάσματα.
Πλαγιότιτλοι Παραγράφων :
1 η Παράγραφος : «Η υποβάθμιση της αξίας του βιβλίου».
2 η Παράγραφος : «Τα εκπαιδευτικά αίτια σύνδεσης του βιβλίου με την καταπίεση του μαθητή»
3 η Παράγραφος : «Οι αρνητικές επιδράσεις των συγκρούσεων ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο»
4 η Παράγραφος : «Η καλλιέργεια από την κοινωνία της σχέσης γνώση- επάγγελμα δημιουργεί άγχος κι απέχθεια για το βιβλίο».
5 η Παράγραφος : «Η ανθρωπιστική στροφή οδηγεί στην αγάπη για το βιβλίο»
6 η Παράγραφος : «Οι υπεύθυνοι οφείλουν να πείσουν ότι το βιβλίο είναι πηγή ελευθερίας και διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς»
Σημειώσεις Παραγράφων :
1 η Παράγραφος : Το βιβλίο υποβαθμίζεται για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.
2 η Παράγραφος : Ιδιαίτερα ο μαθητής δεν πείθεται για την αξία που έχει (το βιβλίο) για τη μόρφωσή του και το θεωρεί μόνο μέσο καταπίεσης .
3 η Παράγραφος : (Ο μαθητής ) Θεωρεί το δάσκαλο καταπιεστή της ελευθερίας του, γίνεται αντιδραστικός και αναλώνεται σε άκαρπους ανταγωνισμούς.
4 η Παράγραφος : Η κοινωνία καλλιεργεί τη χρησιμοθηρική γνώση για την επαγγελματική επιτυχία, αλλά η γνώση αυτή γεννά μόνον άγχος και καταπίεση.
5 η Παράγραφος : Η απουσία της πνευματικότητας και η αλλοτρίωση  του σύγχρονου ανθρώπου απαξιώνει το βιβλίο και η λύση βρίσκεται στον ανθρωπισμό και στην  ανάγκη για γνώση.
6 η Παράγραφος : Όσοι ευθύνονται για την αγωγή των νέων οφείλουν να τους δώσουν κίνητρα, ώστε νικώντας την αμάθεια να κατακτήσουν την ελευθερία και να διατηρήσουν την πολιτισμική τους κληρονομιά.
  -Ενώνουμε το Θεματικό Κέντρο με τους Πλαγιότιτλους ή τις Σημειώσεις χρησιμοποιώντας διαρθρωτικές λέξεις. Η ένωση αυτή γίνεται με τρόπο ελεύθερο. Δεν είναι απαραίτητη η χρήση της ακριβούς συντακτικής δομής τους. (Αν το Θεματικό Κέντρο είναι σχεδόν το ίδιο με τις πρώτες σημειώσεις , είτε το διαφοροποιούμε , είτε το παραλείπουμε. Σε κάθε περίπτωση δεν το υποβαθμίζουμε ,γιατί αποτελεί τον πυρήνα του κειμένου).
Περίληψη με πλαγιότιτλους
  Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.. Αρχικά αναφέρει πως η εκπαίδευση μέσα από το βιβλίο θεωρείται καταπίεση και όχι πράξη ελευθερίας. Επιπλέον, γεννιούνται  αρνητικές επιδράσεις από τις  συγκρούσεων ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο. Παρακάτω επισημαίνει ότι η καλλιέργεια από την κοινωνία της σχέσης γνώση- επάγγελμα δημιουργεί άγχος κι απέχθεια για το βιβλίο. Ωστόσο, η ανθρωπιστική στροφή θα σταματήσει την καταστροφή του βιβλίου. Ολοκληρώνει τονίζοντας ότι οι υπεύθυνοι οφείλουν να πείσουν ότι το βιβλίο είναι πηγή ελευθερίας και διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς.
(97 λέξεις)
Περίληψη με σημειώσεις
Η συγγραφέας στο κείμενό της(ή ακριβέστερα η αρθρογράφος στο άρθρο της) υποστηρίζει ότι το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς. Αρχικά αναφέρει πως ιδιαίτερα ο μαθητής δεν πείθεται για την αξία που έχει (το βιβλίο) για τη μόρφωσή του και το θεωρεί μόνο μέσο καταπίεσης. Επιπλέον, θεωρεί το δάσκαλο καταπιεστή της ελευθερίας του, γίνεται αντιδραστικός και αναλώνεται σε άκαρπους ανταγωνισμούς. Στη συνέχεια προσθέτει ότι η κοινωνία καλλιεργεί τη χρησιμοθηρική γνώση για την επαγγελματική επιτυχία, αλλά η γνώση αυτή γεννά μόνον άγχος και καταπίεση. Επίσης, υπογραμμίζει πως η απουσία της πνευματικότητας και η αλλοτρίωση  του σύγχρονου ανθρώπου απαξιώνει το βιβλίο και η λύση βρίσκεται στον ανθρωπισμό και στην ανάγκη για γνώση. Τέλος,  τονίζει ότι όσοι ευθύνονται για την αγωγή των νέων οφείλουν να τους δώσουν κίνητρα, ώστε νικώντας την αμάθεια να κατακτήσουν την ελευθερία και να διατηρήσουν την πολιτισμική τους κληρονομιά.   (138 λέξεις)

2ο Παράδειγμα Περίληψης
(Κείμενο από το Σχολικό βιβλίο της Β’ Λυκείου, σελ. 253)
                                                            ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΛΕΛΛΗΝΕΣ
Ηλικιωμένος άνθρωπος που επί χρόνια πολλά εργάστηκε  στη διοικητική υπηρεσία του Κράτους και ανέβηκε όλες τις βαθμίδες της, συνόψισε κάποτε τα διδάγματα της μακράς πείρας του με μια παρατήρηση άξια να μας βάλει σε πολλές σκέψεις.
  Το Κράτος, έλεγε, όχι ως αφηρημένη ιδέα, αλλά ως συγκεκριμένο βίωμα, σαν ένα κομμάτι από την ίδια τη ζωή μας, λείπει από τους σημερινούς Έλληνες. Το αισθάνονται σαν ξένο, όχι δικό τους, και δεν το πονούν. Τη χώρα τους την αγαπούν με πάθος. Για μια χούφτα από το χώμα της είναι άξιοι να πεθάνουν με την πιο μεγάλη ευκολία. Άλλο Πα­τρίδα όμως και άλλο Πολιτεία. Με την Πατρίδα είμαστε στενότατα δε­μένοι. Την έχουμε βάλει μέσο, στο αίμα μας, γιατί και με το αίμα μας την έχουμε κρατήσει. Την Πολιτεία όμως, δηλαδή αυτό τον ορισμένο τρόπο με τον οποίο έχει οργανωθεί και διοικείται ο τόπος, αυτήν την απρόσωπη δύναμη που λειτουργεί στο όνομα όλων για να εξασφαλίζει με τα όργανα και τους θεσμούς της τη ζωή και την ελευθερία μας, δεν μπορούμε να τη νιώσουμε σαν κάτι εντελώς δικό μας. Είναι ξένο σώμα. για το αίσθημα μας.
  Απόδειξη ότι δεν πονούμε, ούτε αισθανόμαστε ενστιγματικά την ανάγκη να προστατέψουμε ό,τι ανήκει στο Κράτος, το δημόσιο κτήμα. Απέναντι του δείχνουμε αδιαφορία και κάποτε μιαν απίστευτη εχθρό­τητα και μανία καταστροφής. Από παιδιά στο σχολείο κακοποιούμε βάρβαρα τα θρανία και τους τοίχους του σχολείου -«ανήκει στο δημόσιο, δεν είναι δικό μας». Την ίδια αστοργία δείχνουμε στα δικαστήρια, στα άλλα δημόσια γραφεία, ακόμη και στους πάγκους του πάρκου ή στις δημόσιες κρήνες, σε ό,τι τέλος πάντων είναι κρατική περιουσία. Μόλις αντιληφθούμε ότι κάτι τι ανήκει ή με κάποιο τρόπο βρίσκεται στην κυριότητα αυτής της απρόσωπης δύναμης, αν δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε, με ευχαρίστηση το φθείρουμε. Με την ίδια ευκολία προσπαθούμε ν «αποφεύγουμε τις υποχρεώσεις μας προς το Κράτος ή να καταστρατηγούμε τους νόμους του. Είναι ο «άλλος», όχι ο εαυτός μας. Και τον ξεγελούμε ή σηκώνουμε το όπλο εναντίον του, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι κατά βάθος τον εαυτό μας απατούμε ή πληγώνουμε.
  Και από τις παρατηρήσεις του αυτές ο πολύπειρος άνθρωπος έβγαζε το συμπέρασμα ότι ίσως οι Έλληνες να μην είναι οργανικά ικανοί να ποτιστούν από την ιδέα του Κράτους. Ότι πιθανόν μέσα στην ίδια τη φυ­σική τους υφή να υπάρχει κάποια τάση αναρχισμού…
  Έχει αρκετά διαδοθεί αυτή η αντίληψη και συχνά ακούγεται. Ωστόσο μου φαίνεται πολύ παρακινδυνευμένη και άδικη στην απαισιοδοξία της. Δεν αμφισβητώ τα γεγονότα, όπου στηρίζεται (τα περισσότερα είναι δυστυχώς πραγματικά, είτε μας αρέσουν είτε όχι). Αλλά. την ερμηνεία που δίνεται σ” αυτό, τα γεγονότα.
  Ότι δεν πονούμε, ή ότι δεν πονούμε αρκετά την Πολιτεία σαν κάτι εντε­λώς δικό μας, είναι βέβαιο. Από αναρχισμό όμως την αντιθέσουμε προς τα αισθήματα και τα συμφέροντα μας ή από άλλους λόγους; Και πώς είναι δυ­νατόν αυτός ο δήθεν αναρχισμός να θεωρηθεί έμφυτη ιδιότητα ριζωμένη μέσα στη δική μας φυλή; Μπορεί ο Έλληνας να είναι περισσότερο από άλ­λους λαούς ατομιστής, να μην πειθαρχεί τόσο εύκολα στο συλλογικό σώμα και πνεύμα της ομάδας. Αλλά από το σημείο τούτο ως το σημείο να τον πούμε από τη φύση του αναρχικό, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ορθότερη φαίνεται μια άλλη εξήγηση. Ότι αυτή η αδιαφορία ή η λανθάνουσα εχθρότητα προς το Κράτος και τις λειτουργίες του είναι αποτέλεσμα ιστορικών αιτίων και μιας κακοδαιμονίας που ατυχώς διαιωνίζεται. Ας μη λησμονούμε ότι επί μακροχρόνια και κατά διαστήματα δεν υπήρχε γι” αυτόν εδώ τον πολυβασανισμένο λαό σύμπτωση Πολιτείας και Έθνους. Η κρατική εξουσία στις διάφορες περιόδους της δουλείας δεν ήταν μονάχα ξέ­νη αλλά και εχθρική προς την εθνική μας υπόσταση. Και επομένως γενεές γενεών, για να βεβαιώσουν την εθνική τους ιδιοτυπία, τη χωριστή τους ύπαρξη, ήταν αναγκασμένες να μισούν, να απατούν και να πολεμούν τα όργανα, και τις λειτουργίες που στα μάτια τους εκπροσωπούσαν το Κράτος και σάρκωναν την ιδέα της Πολιτείας. Το κρυφό μίσος με τα ψυχικά επακόλουθα, του είναι πολύ πιο επικίνδυνο από τη φανερή αντίθεση, τον ανοιχτό πόλεμο. Συμπνιγόμενο από το φόβο τρέφεται από την καταπίεση του και αφήνει στα σκοτεινά στρώματα της ψυχής λασπερά κατακάθια που δεν εξαλείφονται. Ακόμη κι όταν λευτερωθεί από το ζυγό, δεν μπορεί εύκολα ένας λαός να αγαπήσει την Πολιτεία με τους περιορισμούς της, έστω και αν είναι τώρα δική του, αφού ως προχτές ακόμη το Κράτος ήταν η θέληση και η βία του δυνάστη του.
  Κατά ένα παράδοξο μάλιστα μηχανισμό, που μας τον εξηγεί σήμερα η Ψυχολογία, όταν ένας πολίτης με τέτοιες υποσυνείδητες κακώσεις από αρχόμενος γίνεται άρχων, παίρνει τις διαθέσεις και τους τρόπους που ο ίδιος πρώτα μισούσε. Παίζει δηλαδή το ρόλο του ειδώλου που ως τώρα το φοβόταν και το αντιπαθούσε, γιατί έτσι νομίζει πως μπορεί να λευτερωθεί από τον εφιάλτη του. Ίσως γι” αυτό το λόγο συμβαίνει, όποιος παίρνει και μια παραμικρή ακόμη εξουσία στην Ελλάδα, να μεταβάλλεται αμέσως σε σατράπη…
Για να εξηγήσουμε όμως το φαινόμενο που εξετάζουμε, πρέπει να αναφέρουμε ακόμη ένα λόγο πολύ σοβαρό. Όταν λευτερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό αυτή η μικρή ελληνική γωνιά, η Πολιτεία μας δεν θεμελιώθηκα ούτε αναπτύχθηκε οργανικά απάνω σε κάποιες αυτόχθονες μορφές οργάνωσης και διοίκησης, βγαλμένες από τις δικές μας ψυχολογικές και άλλες ανάγκες και από την ιστορική κίνηση της ζωής του Έθνους, αλλά μας επιβλήθηκε απέξω από ξένους και με ξένους που φυσικά δε νοιάστηκαν να εξετάσουν αν το φόρεμα τούτο ήταν κομμένο στο μέτρα μας, ούτε προσπάθησαν να το ταιριάσουν κάπως απάνω στο δικό μας κορμί. Έτσι εφαρμόστηκαν κι εξακολουθούν να εφαρμόζονται πειραματικά στη χώρα μας διοικητικοί και πολιτικοί θεσμοί που δεν μίλησαν ποτέ βαθιά στην ψυχή του λαού μας. Ούτε ίσως ανταποκρίνονται εντελώς στις πραγματικές του ανάγκες.
  Είναι γνωστές οι μελέτες του Κώστα Καραβίδα για την κοινοτική οργάνωση. Μπορεί να μη συμμερίζεται κανείς την αισιοδοξία και την πί­στη του ότι και τώρα είναι δυνατόν να γίνει εκείνο που δεν έγινε άλλοτε, στην ώρα του τη φυσιολογική. Ωρισμένως όμως θα αναγνωρίσει ότι θα ήταν πολύ διαφορετική, τελειότερη, η κρατική μας οργάνωση και πολύ στενός, οργανικά συνεκτικός, ο δεσμός του πολίτη με την Πολιτεία στον τόπο μας, αν αυτό το θαυμαστό κύτταρο, η κοινότητα, που δημιουργήθηκε με το αίμα του λαού μας από πανάρχαια χρόνια και λειτούργησε τόσο λαμπρά στους χρόνους της δουλείας, αφηνόταν να αναπτυχθεί φυσιολογικά σε ένα γενικότερο, πλούσια διακλαδωμένο και πυργωτά διαρθρωμένο διοικητικό σύστημα. Τα ξενοφερμένα καθεστώτα σκότωσαν το κύτταρο τούτο και μας επέβαλαν θεσμούς και τύπους, μέσα στους οποίους μάταια ως τώρα προσπαθούμε να βρούμε τον εαυτό μας.
  Βάλετε μαζί μ΄ αυτές τις αιτίες την κακοδιοίκηση που είναι ενδημικό κακό στον τόπο μας, τη διαφθορά της πολιτικής μας ηγεσίας που τα ανομήματά της πλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεότερης ιστορίας μας, προσθέσετε τέλος και τη βαθύτερη κρίση που περνάει εδώ και κάμποσα χρόνια η έννοια του Κράτους μέσα στις φοβερές αντινομίες της ζωής όλων των σημερινών λαών και θα εξηγήσετε γιατί οι βασανισμένοι άνθρωποι αυτού του τόπου, του πολυπατημένου από ξένους κάθε λογής, δεν αισθάνονται ακόμη εντελώς δικό τους το Κράτος. Ας μην τους καταλογίζουμε αναρχισμό, αφού η μοίρα τους έγραφε να μην είναι νοικοκυραίοι στο σπίτι τους και να μην αφήνονται ήσυχοι να φτιάχνουν με τη δική τους ζωή και μέσα από τη δική τους ιστορία τους κοινωνικούς των θεσμούς.
                                                                                                                              22 Ιουλίου 1948
(Ε.Π. Παπανούτσος, Εφήμερα-Επίκαιρα-Ανεπίκαιρα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1980, α. 160-63)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΠΕΡΙΛΗΨΗ
(Από το Βιβλίο του Καθηγητή «Έκφραση- Έκθεση», τεύχος Β’, ΟΕΔΒ)

  Στο κείμενο «Κράτος και Νεοέλληνες», ο συγγραφέας μεταφέρει στην αρχή τη θέση κάποιου δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κράτος, ως συγκεκριμένο βίωμα, λείπει από τους Νεοέλληνες. Αιτιολογεί τη θέση του (ο δημόσιος υπάλληλος) αναφερόμενος στην αδιαφορία και στην εχθρότητα που δείχνουν οι πολίτες απέναντι στο κράτος και δίνει την προσωπική του ερμηνεία, ότι δηλαδή πιθανόν να υπάρχει μια τάση αναρχισμού στους Έλληνες. Αντίθετα, ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι η ερμηνεία για τον αναρχισμό δεν ευσταθεί. Παραθέτει μια σειρά από αίτια, για να εξηγήσει την εχθρότητα των Νεοελλήνων προς το κράτος: αίτια ψυχολογικά, κοινωνικά, την κακοδιοίκηση που υφίστανται, τους ξενόφερτους διοικητικούς και πολιτιστικούς θεσμούς που δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες τους κ.ά. Προσθέτει στον προβληματισμό του και την παγκόσμια κρίση που υφίσταται η έννοια του κράτους. Καταλήγει ότι, εξαιτίας των λόγων που προανέφερε, οι Έλληνες αισθάνονται ξένοι στον τόπο τους, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται αρνητικά, χωρίς οι εκδηλώσεις αυτές να δηλώνουν διάθεση αναρχισμού.